- δικάρδιος
- δι-κάρδιος, mit zwei Herzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικάρδιος — δικάρδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι») 2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον είδος μαρουλιού … Dictionary of Greek
δικάρδιον — δικάρδιος with two hearts masc/fem acc sg δικάρδιος with two hearts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάρδιοι — δικάρδιος with two hearts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek